- γλαφυρός
- η , ό [ά. όν ] изящный, изысканный; приятный, прелестный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλαφυρός — hollow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρός — ή, ό (AM γλαφυρός, ά, όν) (για το ύφος) κομψός, χαριτωμένος στην έκφραση αρχ. 1. ο κοίλος (α. «ἐν νηυσὶ γλαφυρῆσι», Όμ. β. «τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς») 2. (για πράγματα) στιλπνός, λείος 3. νόστιμος, γευστικός 4. (για πρόσωπα και πράγματα) ακριβής… … Dictionary of Greek
γλαφυρός — ή, ό επίρρ. ά κομψός, ευχάριστος, χαριτωμένος: Γλαφυρό ύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλαφυρά — γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc pl γλαφυρά̱ , γλαφυρός hollow fem nom/voc/acc dual γλαφυρά̱ , γλαφυρός hollow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρώτερον — γλαφυρός hollow adverbial comp γλαφυρός hollow masc acc comp sg γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρωτάτων — γλαφυρός hollow fem gen superl pl γλαφυρός hollow masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρωτέρων — γλαφυρός hollow fem gen comp pl γλαφυρός hollow masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρῶν — γλαφυρός hollow fem gen pl γλαφυρός hollow masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρόν — γλαφυρός hollow masc acc sg γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρώτατα — γλαφυρός hollow adverbial superl γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρώτατον — γλαφυρός hollow masc acc superl sg γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)